εἴσπνηλος
From LSJ
Full diacritics: εἴσπνηλος | Medium diacritics: εἴσπνηλος | Low diacritics: είσπνηλος | Capitals: ΕΙΣΠΝΗΛΟΣ |
Transliteration A: eíspnēlos | Transliteration B: eispnēlos | Transliteration C: eispnilos | Beta Code: ei)/spnhlos |
[Seite 745] ὁ, dasselbe, Theocr. 12, 13.
εἴσπνηλος και εἰσπνήλας, ο (Α)
αυτός που εμπνέει έρωτα στους έφηβους, εραστής.
εἴσπνηλος: v.l. εἴσπνιλος и ἴσπνιλος ὁ дор. любовник Theocr.