εὐάνθεμον
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
τό, a plant like camomile, Hp.Mul.1.78 (v.l. βοάνθεμον).
German (Pape)
[Seite 1056] τό, Kamillen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνθεμον: τό, φυτόν τι ὅμοιον χαμαιμήλῳ, Ἱππ. 626. 54· - «εὐάνθεμον· ὅπερ καὶ ἀνθεμὶς λέγεται καὶ χαμαίμηλον» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ. σ. 474, πρβλ. καὶ Ἡσύχ.