εὐθυντικός

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡντικός Medium diacritics: εὐθυντικός Low diacritics: ευθυντικός Capitals: ΕΥΘΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euthyntikós Transliteration B: euthyntikos Transliteration C: efthyntikos Beta Code: eu)quntiko/s

English (LSJ)

εὐθυντική, εὐθυντικόν, of or for the conduct of εὔθυνα (q.v.), εἶδος δικαστηρίων Arist.Pol.1300b19; λόγος εὐ. D.H.Din. 11.

German (Pape)

[Seite 1071] die εὔθυναι betreffend, δικαστήρι ον, wo die Rechenschaft abgelegt wird, Arist. Pol. 4, 16.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυντικός: касающийся разбора финансовых отчетов: δικαστήριον εὐθυντικόν Arst. суд по делам о злоупотреблениях по должности.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυντικός: -ή, -όν, ὁ περὶ εὐθυνῶν, (ἴδε εὔθυνα), εὐθυντικὸν (δικαστήριον) Ἀριστ. Πολιτικ. 416, 2· λόγος εὐθυντικὸς Διογ. Ἁλ. Δείναρχ. 11.

Greek Monolingual

εὐθυντικός, -ή, -όν (Α) ευθυντής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθύνη ή «τὰς εὐθύνας» τών αρχόντων («λόγος εὐθυντικός», «δικαστήριον εὐθυντικόν»).