εὐπόρημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, advantage, help, Alcid.Soph.26 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1090] τό, Hülfsmittel, Vortheil, im plur., Alcid. sophist. p. 678, 3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπόρημα: τό, ὠφέλεια, κέρδος, βοήθεια, Ἀλκιδάμ. σ. 87.
Greek Monolingual
εὐπόρημα, τὸ (Α) ευπορώ
όφελος, πλεονέκτημα.