εὐστοχέω
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
pf. inf. εὐστοχηκέναι D.S.2.31:—hit the mark, succeed, opp. ἁμαρτάνω, Plb.1.14.7, etc.: c. gen., εὐ. πάσης περιστάσεως, τῶν καιρῶν, τῆς ἐλπίδος, to hit them exactly, Id.2.45.5, 28.3.6, 32.3.10; τῆς εἰσβολῆς τοῦ λιμένος Str.17.1.6; περί τι Id.5.3.8: c. acc., θηρίον Apollod.1.7.4: abs., Plb.9.12.1; ἐν ἅπασιν J.BJ1.15.1; guess aright, Plu.2.617d:—Pass., impers., Antyll. ap. Orib.44.23.44; εὐστοχηθεῖσα χάρις blessing seasonably granted, J.AJ15.9.2.
French (Bailly abrégé)
εὐστοχῶ :
bien viser, atteindre le but ; atteindre en gén. ; fig. raisonner ou deviner juste.
Étymologie: εὔστοχος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστοχέω: ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ἐπιτυγχάνω, ἀντίθετον τῷ ἁμαρτάνω, Πολυβ. 1. 14. 7, κτλ.· μετὰ γεν., εὐστ. πάσης περιστάσεως, τῶν καιρῶν, τῆς ἐλπίδος, ἐπιτυγχάνω ἀκριβῶς, ὁ αὐτ. 2. 45, 5., 28. 3, 6., 32. 7, 10· ὀρθῶς εἰκάζω, Πλούτ. 2. 617D· - ὁ Παθ. ἀόρ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 2, εὐστοχηθεῖσα χάρις, ἐπικαίρως γενομένη.
Russian (Dvoretsky)
εὐστοχέω:
1 попадать прямо в цель, достигать цели Luc., Polyb.;
2 умело приспособляться (πάσης περιστάσεως Polyb.);
3 (верно), угадывать Plut.: ἐν ἅπασι τοῖς ῥηθεῖσιν εὐστοχηκέναι Diod. оказаться правым во всех предсказаниях.
German (Pape)
das Ziel glücklich treffen, Luc. cal. non tem. cred. 14; Gegensatz ἁμαρτάνειν, Pol. 1.14.7; DS. 2.31; πάσης περιστάσεως, sich in alle Umstände leicht zu schicken, sie zu benutzen wissen, Pol. 2.45.5; τῶν παρεστώτων καιρῶν 28.3.6; ἐλπίδος 32.7.10; τῆς εἰσβολῆς τοῦ λιμένος Strab. XVII.791; – erraten, Plut. Symp. 1.2.4.