εὐφιλοτίμητος

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλοτίμητος Medium diacritics: εὐφιλοτίμητος Low diacritics: ευφιλοτίμητος Capitals: ΕΥΦΙΛΟΤΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euphilotímētos Transliteration B: euphilotimētos Transliteration C: effilotimitos Beta Code: eu)filoti/mhtos

English (LSJ)

[τῑ], ον properly made an object of ambition, δαπανήματα Arist.EN1122b22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec zèle.
Étymologie: εὖ, φιλοτιμέομαι.

Greek Monolingual

εὐφιλοτίμητος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται από φιλοτιμία («τῶν δαπανημάτων, ὅσα πρὸς τὸ κοινὸν εὐφιλοτίμητά ἐστιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλοτιμώ].

Greek Monotonic

εὐφῐλοτίμητος: -ον, φιλόδοξος, σε Αριστ.

German (Pape)

aus Ehrgeiz gemacht, δαπανήματα Arist. Eth. 4.5.

Russian (Dvoretsky)

εὐφῐλοτίμητος: (τῑ) честолюбивый, совершаемый из честолюбия (δαπανήματα Arst.).

Middle Liddell

εὐ-φῐλοτίμητος, ον
ambitious, Arist.