ζάλευκος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
[ᾱ], ον, very white, f.l. in Orac. ap. Zos.2.6 (πάνλευκος ap. Phleg.Macr.4).
German (Pape)
[Seite 1136] sehr weiß, Orac. bei Zosim. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ζάλευκος: -ον, διάλευκος, λίαν λευκός, Χρησμὸς παρὰ Ζωσιμ. σ. 70 Bekk.
Greek Monolingual
ζάλευκος, -ον (Α)
πολύ λευκός, κατάλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + λευκός.