ζάχολος

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰ́χολος Medium diacritics: ζάχολος Low diacritics: ζάχολος Capitals: ΖΑΧΟΛΟΣ
Transliteration A: zácholos Transliteration B: zacholos Transliteration C: zacholos Beta Code: za/xolos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (χολή) = ζάκοτος (very enraged), AP9.524.7.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr zornig, Bacchus, Ath. IX, 524.

Russian (Dvoretsky)

ζάχολος: (ᾰ) раздраженный, гневный (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ζάχολος: ᾰ, ον, (χολὴ) = ζάκοτος, Ἀνθ. Π. 9. 524, 7, πρβλ. ἄχολος.

Greek Monolingual

ζάχολος, -ον (Α)
ζάκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -χολος (< χολή) πρβλ. μελάγχολος, πικρόχολος].

Greek Monotonic

ζάχολος: [ᾰ], -ον (χολή), = ζάκοτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ζά-˘χολος, ον χολή = ζάκοτος, Anth.]