ζέμα
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
-ατος, τό, (ζέω)
A fermentation, Herasap.Gal.13.1044: metaph., lewdness, LXX Jd.20.6.
II boiling, ἐνδοὺς ζέμα bringing it to the boil, Herasap.Gal.13.548; δὸς ζέμα keep it on the boil, Orib.Fr.113; ὄρνις ἀπὸ ζέματος a boiled fowl, Alex.Trall.Febr.1.
2 that which is boiled, decoction, Dsc.Alex.7, Gp.8.37.3:—also ζέμμα, LXX Ez.24.13.
German (Pape)
[Seite 1137] τό, das Siedende. Heiße, VLL. Bei Galen. ζέμμα geschr., wie das dim. ζεμμάτιον.
Greek (Liddell-Scott)
ζέμα: τὸ, (ζέω) τὸ βεβρασμένον, ἀπόβρασμα, Διοσκ. Ἀλεξ. 7, Γεωπ. 8. 37, 3· παρὰ Γαληνῷ καὶ ζέσμα, Λοβ. Παραλ. 424, σημ. 36.
Greek Monolingual
ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) ζέω
αφέψημα, ρόφημα
μσν.
ζεστό, καυτό νερό
αρχ.
1. ζύμωση
2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία
3. βράσιμο.