ζίλαι
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
v. ζελᾶς. ζινίχιον, τό, shoe-latchet, Suid. ζιτᾶνα· καταπύγονα, Hsch. ζίφυιος, Elean for δίφ-. ζίω, = ζητέω, EM411.51: ζίεται· ζητεῖται, ibid., Hsch. ζμαράγδινος, v. σμαράγδινος. ζμάω, v. σμάω. ζμῆμα, v. σμῆμα. ζμιρριεῖα, τά, emery, IG12(8).51.20 (Imbros, ii B.C.); cf. σμύρις. ζμύρνη, ζμύρνινος, etc., v. σμύρν-. ζόα, ζόη, ζοτα, v. ζωή. ζόασον· σβέσον, Hsch. ζοός, v. ζωός. ζορκάς, άδος, and ζόρξ, ζορκός, ἡ, v. δορκάς. ζούγωνερ, Lacon. for ζύγωνες, ploughing oxen, Id. ζούϊον ἢ ζοῦον θηρίον, ἢ ἐρυσίπελας, Id. (Prob. Thess. for ζῷον.) ζούσθω· ζωννύσθω, Id. (Prob. Thess.)