ζελᾶς

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζελᾶς Medium diacritics: ζελᾶς Low diacritics: ζελάς Capitals: ΖΕΛΑΣ
Transliteration A: zelâs Transliteration B: zelas Transliteration C: zelas Beta Code: zela=s

English (LSJ)

ὁ, gen. and dat. ζελά, Thracian word, = οἶνος, Choerob.in Theod.1.145: but dat. τῷ ζῆλα Eup. (Fr.355) ibid., cf. Hsch. s.v. ζίλαι, Phot. s.v. ζειλα (sic).

French (Bailly abrégé)

ζελᾶ (ὁ) :
= οἶνος.
Étymologie: mot thrace.

Greek Monolingual

ζελᾱς, ὁ (Μ)
(στον Ησύχ. ζίλαι και στον Φώτ. ζειλά, (γεν. και δοτ. ζελά)
στον Εύπ. και δοτ. τῷ ζήλα)
κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη θρακικής προελεύσεως].