ζεσιγόνος
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που παράγει ζέση, βρασμό
2. φρ. «ζεσιγόνος βαθμός» — ο βαθμός της θερμοκρασίας κατά τον οποίο αρχίζει ο βρασμός ενός υγρού υπό κανονική πίεση 760 χιλιοστομέτρων, αλλ. βαθμός ζέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, ηχογόνος. Η λ. μαρτυρείται στον Όθωνα Α. Ρουσόπουλο].