μιμικός
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
μιμική, μιμικόν,
A of the nature of μῖμοι, Demetr.Eloc.151 (Comp.), Cic. de Or.2.59.239, Orat.26.88.
II for stage performances, θύραι, Ἑλληνικά 1.19 (Gytheum, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 187] die Mimen betreffend, nach Art der Mimen, bes. unanständig, wie Demetr. Phaler. 151 καὶ μιμικώτερα τὰ τοιαῦτά ἐστι καὶ αἰσχρά vrbdt.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς μίμους, Δημήτρ. Φαληρ. 151, Κικ. de Or. 2. 59.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μιμικός, -ή, -όν) μίμος
αυτός που αναφέρεται στους μίμους ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών μίμων
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μιμική
η τέχνη της έκφρασης τών σκέψεων ή τών συναισθημάτων με χειρονομίες, μορφασμούς κ.λπ.
2. φρ. «μιμικοί μύες» — οι δερματικοί μύες του προσώπου οι οποίοι, όταν συστέλλονται, προκαλούν κινήσεις που αλλάζουν την έκφραση
αρχ.
κατάλληλος για θεατρικές παραστάσεις.