ηπατοπηξία

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η εγχειρητική στερέωση ενός δυστοπικού ήπατος στο πλευρικό τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatopexy < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -pexy (πρβλ. πήξις)].