ηρωισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Α ἡρωϊσμός) ηρωίζω
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του ήρωα, γενναιότητα, ευψυχία, ανδρεία
2. πράξη αυτοθυσίας, περιφρόνησης του θανάτου για ευγενή σκοπό, άτρομη αντιμετώπιση ενός κινδύνου («ο ηρωισμός τών γυναικών της Πίνδου»)
αρχ.
επιγρ. η λατρεία τών ηρώων.