θαμνομήκης
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ῥάβδος a long stick cut from a bush, Ion Trag.40.
German (Pape)
[Seite 1185] ες, von eines Strauches Höhe, Größe, ῥάβδος Ion bei Ath. X, 451 d.
Greek (Liddell-Scott)
θαμνομήκης: ὁ, ἡ, θαμν. ῥάβδος, ὁ, ῥάβδος ἰσομήκης πρὸς θάμνον, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 451D.
Greek Monolingual
θαμνομήκης, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μήκος θάμνου («θαμνομήκης ράβδος»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -μήκης (< μήκος)
πρβλ. ετερομήκης, ουρανομήκης].