θεατροκυνηγέσιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, in plural, beast-hunts in the amphitheatre, Ausonia6.9* (Gortyn), Just.Nov.105.1:—also θεατροκυνήγιον, τό, ibid.
Greek Monolingual
θεατροκυνηγέσιον και θεατροκυνήγιον, τὸ (Μ)
αγώνας ζώων ή θηριομαχία μέσα στο αμφιθέατρο, στην αρένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κυνηγέσιον].