θεματίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A depositor, SIG742.59 (Ephesus, i B.C.).
2 θ. ἀγών, ὁ, = θεματικὸς ἀγών, IG14.1102.33.
German (Pape)
[Seite 1193] ἀγών, ὁ, = θεματικός, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θεμᾰτίτης: ἀγών, ὁ, = θεματικὸς ἀγών, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5913. 33. -Πρβλ. Θεματεῖται.
Greek Monolingual
θεματίτης, ὁ (Α) θέμα
επιγρ.
1. (για αγώνες) θεματικός, συνδεδεμένος με βραβείο («θεματίτης ἀγών» — ο θεματικός αγώνας)
2. αυτός που καταθέτει χρήματα σε τραπεζίτες.