θεοπληγής

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπληγής Medium diacritics: θεοπληγής Low diacritics: θεοπληγής Capitals: ΘΕΟΠΛΗΓΗΣ
Transliteration A: theoplēgḗs Transliteration B: theoplēgēs Transliteration C: theopligis Beta Code: qeoplhgh/s

English (LSJ)

θεοπληγές, v. θεοπλήξ.

German (Pape)

[Seite 1197] ές, von Gott geschlagen, Synes.; auch θεόπληκτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπληγής: -ές, = θεόπληκτος, Συνέσ. 119D∙ θεοπλὴξ ἢ θεόπληξ, ὁ, ἡ, Ἄννα Κομν. 14, 423.

Greek Monolingual

θεοπληγής, -ές (Α)
ο θεόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πληγής (< αόρ. ε-πλήγ-ην του πλήσσομαι), πρβλ. ημιπληγής, φρενοπληγής].