θεοπληγής
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
θεοπληγές, v. θεοπλήξ.
German (Pape)
[Seite 1197] ές, von Gott geschlagen, Synes.; auch θεόπληκτος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπληγής: -ές, = θεόπληκτος, Συνέσ. 119D∙ θεοπλὴξ ἢ θεόπληξ, ὁ, ἡ, Ἄννα Κομν. 14, 423.
Greek Monolingual
θεοπληγής, -ές (Α)
ο θεόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πληγής (< αόρ. ε-πλήγ-ην του πλήσσομαι), πρβλ. ημιπληγής, φρενοπληγής].