θερμοεργός
From LSJ
English (LSJ)
θερμοεργόν, f.l. in A.Eu.560.
German (Pape)
[Seite 1201] ἀνήρ, = θερμουργός, Aesch. Eum 530.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοεργός: ἴδε ἐν λ. θερμὸς ΙΙ.
Russian (Dvoretsky)
θερμοεργός: Aesch. = θερμουργός.
Full diacritics: θερμοεργός | Medium diacritics: θερμοεργός | Low diacritics: θερμοεργός | Capitals: ΘΕΡΜΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: thermoergós | Transliteration B: thermoergos | Transliteration C: thermoergos | Beta Code: qermoergo/s |
θερμοεργόν, f.l. in A.Eu.560.
[Seite 1201] ἀνήρ, = θερμουργός, Aesch. Eum 530.
θερμοεργός: ἴδε ἐν λ. θερμὸς ΙΙ.
θερμοεργός: Aesch. = θερμουργός.