θεόφατος

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόφᾰτος Medium diacritics: θεόφατος Low diacritics: θεόφατος Capitals: ΘΕΟΦΑΤΟΣ
Transliteration A: theóphatos Transliteration B: theophatos Transliteration C: theofatos Beta Code: qeo/fatos

English (LSJ)

θεο-φᾰτίζε, = θέσφατος, θεσφατίζω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θεόφᾰτος: θεοφᾰτίζω, = θέσφατος, θεσφατίζω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θεόφατος, -ον (Α)
αυτός που φανερώθηκε, που ξεστομίστηκε από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φατος (< φημί), πρβλ. παλαίφατος, τηλέφατος].

German (Pape)

θέσφατος, Hesych.