θεόχαρις
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
deo gratus, Glossaria.
Greek Monolingual
θεόχαρις, -ι (Α)
ο αρεστός στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -χαρις (< χάρις), πρβλ. εύχαρις, λιμνόχαρις].