θηκοποιός
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ὁ, scabbard-maker, Lyd. Mag.1.46.
Greek Monolingual
θηκοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. -ο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, ηθοποιός.