θηκοποιός

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηκοποιός Medium diacritics: θηκοποιός Low diacritics: θηκοποιός Capitals: ΘΗΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thēkopoiós Transliteration B: thēkopoios Transliteration C: thikopoios Beta Code: qhkopoio/s

English (LSJ)

ὁ, scabbard-maker, Lyd. Mag.1.46.

Greek Monolingual

θηκοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. -ο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, ηθοποιός.