θηκοποιός

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηκοποιός Medium diacritics: θηκοποιός Low diacritics: θηκοποιός Capitals: ΘΗΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thēkopoiós Transliteration B: thēkopoios Transliteration C: thikopoios Beta Code: qhkopoio/s

English (LSJ)

ὁ, scabbard-maker, Lyd. Mag.1.46.

Greek Monolingual

θηκοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. -ο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, ηθοποιός.