θρεπτάριον

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτάριον Medium diacritics: θρεπτάριον Low diacritics: θρεπτάριον Capitals: ΘΡΕΠΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: threptárion Transliteration B: threptarion Transliteration C: threptarion Beta Code: qrepta/rion

English (LSJ)

τό, = θρεμμάτιον (young student, young slave), CIG(add.)4303h6 (Lycia), PPar. p.422 (ii A.D.).

Greek Monolingual

θρεπτάριον, τὸ (ΑΜ) θρεπτός
μσν.
νεαρός μαθητής
μικρός δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο σπίτι του κυρίου του.