θρεπτάριον
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
τό, = θρεμμάτιον (young student, young slave), CIG(add.)4303h6 (Lycia), PPar. p.422 (ii A.D.).
Greek Monolingual
θρεπτάριον, τὸ (ΑΜ) θρεπτός
μσν.
νεαρός μαθητής
μικρός δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο σπίτι του κυρίου του.