Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
[Seite 1223] τό, sp. Form für θυμίαμα.
το (ΑΜ θυμίασμα) θυμιάζω1. θυμίαμα, καπνός του θυμιάματος2. θυμιάτισμα.