θυμίασμα

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

German (Pape)

[Seite 1223] τό, sp. Form für θυμίαμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ θυμίασμα) θυμιάζω
1. θυμίαμα, καπνός του θυμιάματος
2. θυμιάτισμα.