θυσάνουρος

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσάνουρος Medium diacritics: θυσάνουρος Low diacritics: θυσάνουρος Capitals: ΘΥΣΑΝΟΥΡΟΣ
Transliteration A: thysánouros Transliteration B: thysanouros Transliteration C: thysanouros Beta Code: qusa/nouros

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (οὐρά) with a ragged tail, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1228] mit zottigem Schwanze, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσάνουρος: -ον, (οὐρά), ἔχων οὐρὰν θυσανώδη, «δασύκερκος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ο (Α θυσάνουρος, -ον)
νεοελλ.
εντομολ. τα θυσάνουρα
τάξη άπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος
δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + -ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλουρος, πάγουρος. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thysanura].