θυτέον
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
one must sacrifice, Ar.Av.1237, Pl.R. 365e, Porph.Abst.2.13; τῇ ἀληθείᾳ Luc.Hist.Conscr.39.
Russian (Dvoretsky)
θῠτέον: adj. verb. к θύω I.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θύω, δεῖ θύειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1237, Πλάτ. Πολ. 365Ε.
Greek Monotonic
θῠτέον: ρημ. επίθ. του θύω Α, αυτός που πρέπει να θυσιαστεί, σε Αριστοφ.