ἰάτρευμα

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάτρευμα Medium diacritics: ἰάτρευμα Low diacritics: ιάτρευμα Capitals: ΙΑΤΡΕΥΜΑ
Transliteration A: iátreuma Transliteration B: iatreuma Transliteration C: iatrevma Beta Code: i)a/treuma

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἴαμα, παθῶν Dam.Isid.189 (pl.): Rhet. in plural, 'specifics' for allaying prejudice, etc., Arist.Rh.1415a25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάτρευμα: τό, = ἴαμα· ἐν τῇ Ρητορ., τρόπος θεραπείας ἐφαρμοζομένης ὑπὸ τοῦ ῥήτορος κατὰ προλήψεως ἢ ἀδιαφορίας τῶν ἀκροατῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7, πρβλ. Δαμασκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 317. 39.

Greek Monolingual

ἰάτρευμα, τὸ (ΑΜ) ιατρεύω
γιάτρεμα, θεραπεία
αρχ.
(ρητ.) τρόπος που χρησιμοποιούσε ο ρήτορας για αποφυγή της προκατάληψης τών θεατών.

Greek Monotonic

ἰάτρευμα: -ατος, τό, = ἴαμα, στη Ρητορ., τρόπος «θεραπείας» που εφαρμόζεται από τον ρήτορα κατά της αδιαφορίας του ακροατηρίου του, σε Αριστ.

Middle Liddell

ἰάτρευμα, ατος, τό, = ἴαμα
in Rhet. a means of healing disaffection in the hearers, Arist.

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde