ιατροκλύστης

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

ἰατροκλύστης, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) γιατρός που εφάρμοζε θεραπεία με κλύσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + κλύζω «βρέχω, πλένω με άφθονο νερό»].