ικανοδότης
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.