ιπνίον

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

ἰπνίον, τὸ (Α)
υποκορ. του ιπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. παιδίον)].