ισόθερμος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο
2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή που κατά τη διάρκειά της η θερμοκρασία παραμένει σταθερή
3. το θηλ. ως ουσ. η ισόθερμος (ενν. καμπύλη)
α) φυσ. καμπύλη η οποία σε διάγραμμα κατάστασης απεικονίζει μια ισόθερμη μετατροπή
β) (μετεωρ.) καμπύλη η οποία ενώνει στους κλιματολογικούς χάρτες τα σημεία με την ίδια μέση θερμοκρασία σε ορισμένη χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotherme < iso- (πρβλ. ἰσo)- + -therme (πρβλ. θέρμη < θερμός). Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφ. Θεοτόκη].