ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
-ες (Α ἰχθυώδης, -ες)
1. ιχθυοειδής
2. γεμάτος ψάρια
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυώδη
ψάρια, ψαρικά
αρχ.
αυτός που έχει οσμή ή γεύση ψαριού.
επίρρ...
ἰχθυωδῶς (Α)
με ιχθυώδη τρόπο, σαν ψάρι («τὸ μὲν γὰρ ἔμπροσθεν προσπέφυκεν ἰχθυωδῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ώδης].