ιχθυώδης

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

-ες (Α ἰχθυώδης, -ες)
1. ιχθυοειδής
2. γεμάτος ψάρια
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυώδη
ψάρια, ψαρικά
αρχ.
αυτός που έχει οσμή ή γεύση ψαριού.
επίρρ...
ἰχθυωδῶς (Α)
με ιχθυώδη τρόπο, σαν ψάρι («τὸ μὲν γὰρ ἔμπροσθεν προσπέφυκεν ἰχθυωδῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ώδης].