ἰχθυώδης
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἰχθυῶδες, = ἰχθυοειδής, Arist.PA697b5, al. Adv.
A -δῶς Id.HA536a9.
2 full of fish, λίμνη Hdt.7.109, Arr. Ind.41.1.
II (ὄδ-ωδα) fishy, smelling or tasting of fish, ἐρυγή Aret.SD1.5, Gal.7.76; πρόβατα Philostr.VA3.55, cf. Arr.Ind.26.7.
German (Pape)
[Seite 1276] ες, fischartig, Arist. part. anim. 4, 13 u. Sp. – Adv., Arist. H. A. 4, 9. – Auch = ἰχθυόεις, fischreich, λίμνη Her. 7, 109.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
abondant en poissons, poissonneux.
Étymologie: ἰχθύς, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυώδης:
1 рыбообразный, как у рыб (αἱ φῶκαι τοὺς ὄπισθεν πόδας ἰχθυώδεις ἔχουσιν Arst.);
2 богатый рыбой (λίμνη Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυώδης: -ες, = ἰχθυοειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 29, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 10. ΙΙ. ὡς τὸ ἰχθυόεις, πλήρης ἰχθύων, λίμνη ἰχθυώδης Ἡρόδ. 7. 109.
Greek Monolingual
-ες (Α ἰχθυώδης, -ες)
1. ιχθυοειδής
2. γεμάτος ψάρια
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυώδη
ψάρια, ψαρικά
αρχ.
αυτός που έχει οσμή ή γεύση ψαριού.
επίρρ...
ἰχθυωδῶς (Α)
με ιχθυώδη τρόπο, σαν ψάρι («τὸ μὲν γὰρ ἔμπροσθεν προσπέφυκεν ἰχθυωδῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ώδης].
Greek Monotonic
ἰχθυώδης: -ες, = ἰχθυοειδής· επίσης, όπως το ἰχθυόεις, γεμάτος από ψάρια, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἰχθυώδης, ες = ἰχθυοειδής,]
full of fish, Hdt.