κάθερμα
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural, = ἕρματα (v. ἕρμα ΙΙ), Anacr.21.12.
German (Pape)
[Seite 1283] τό, = ἕρμα, Ohrgehänge, im plur., Anacr. (66, 10) bei Ath. XII, 534 a.
Russian (Dvoretsky)
κάθερμα: ατος τό (только pl.) серьга Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
κάθερμα: τό, ἐν τῷ πληθ.= ἕρματα (ἴδε ἕρμα ΙΙΙ). Ἀνακρ. 20.
Greek Monolingual
κάθερμα, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ καθέρματα
τα έρματα, οι ύφαλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρμα.