κάσχεθε
From LSJ
English (LSJ)
Epic for κατέσχεθε, κατέσχε, v. κατέχω.
German (Pape)
[Seite 1333] ep. = κατέσχεθε, er hielt zurück, Il. 11, 702.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ pl. épq. ao. poét. de κατέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάσχεθε indic. aor. act. 3 sing. van κατέχω.
Russian (Dvoretsky)
κάσχεθε: эп. 3 л. sing. aor. к κατέχω.
Greek (Liddell-Scott)
κάσχεθε: Ἐπικ. ἀντὶ κατέσχεθε, κατέσχε, ἴδε ἐν λ. κατέχω.
English (Autenrieth)
see κατέχω.