καγχρυφόρος

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

German (Pape)

[Seite 1278] u. καγχρυώδης, ες, s. unten καχρυφόρος, καχρυώδης.