καζούρα

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

η
πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάζο + κατάλ. -ουρα (πρβλ. θολούρα, μουτζούρα)].