приставлять
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Russian > Greek
βάλλω, κλίνω, ἐπιτίθημι, περιτίθημι, ἐπιπελάζω, καθαρμόζω, καταρμόζω, ἀνακλίνω, ἀγκλίνω, προσκλίνω, ποτικλίνω, προσέχω, προσστέλλω, προστάσσω, προστάττω, ἐναφάπτω, παραζεύγνυμι, παραζευγνύω, ἐφίστημι, ἐπίστημι, παρακαθίστημι, προσερείδω, προσβάλλω, ὑποβάλλω, ἐπιβάλλω, ἐρείδω