καθετήρ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
καθετῆρος, ὁ, (καθίημι)
A anything let down into, inserted:
1 plug of lint, pessary, Hp.Mul.2.157ap.Gal.19.107 (καθετηρίῳ codd. Hp.).
2 surgical instrument for emptying the bladder, Gal.1.125, al., Sor.2.59; κ. ἀρρενικός Ruf.Oss.12.
3 fishing-line, Artem. 2.14.
4 = κάθεμα, Nicostr.Com.33, IG11(2).287 B68 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1283] ῆρος, ὁ (καθίημι), 1) Alles, was man in Etwas hinabläßt, hineinsteckt, um darin zu untersuchen, bes. in der Chirurgie, Sonde, auch seine Spitze zu Einspritzungen in die Harnblase, zusammengedrehte Charpie, sie in eine Wunde zu stecken, Medic. – 2) bei Artemid. 2, 14 Angelruthe. – 3) = κάθεμα, unter weiblichen Schmucksachen genannt, Poll. 5, 98, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
καθετήρ: ῆρος, ὁ, (καθίημι) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι· 1) «στρημμένον» μοτὸν εἰς ἕλκος ἐντιθέμενον, «φυτίλι», «καθετῆρι στρεπτῷ μοταρίῳ» Γαλην. Λεξικ. Ἱπποκρ. 2. 488, (ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Ἱπποκράτους εἶναι καθετήριον)· 2) χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς κένωσιν τῆς οὐροδόχου κύστεως, Γαλην. 2. 396· ἢ δι’ ἐγκλύσματα, ὁ αὐτ. 3) ὁρμιὰ ἁλιευτική, Ἀρτεμίδωρ. 2. 14. 4) = κάθεμα, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Κλήμ. Ἀλ. 244, ἴδε ἅλυσις.