καθοδικός

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κάθοδος
(γεν. και ηλεκτρ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο ή αυτός που χαρακτηρίζεται από την κάθοδο
2. φρ. (ηλεκτρον.) α) «καθοδικός σωλήνας» ή «καθοδική λυχνία» — αερόκενος σωλήνας στον οποίο η πρόσπτωση μιας λεπτής ηλεκτρονικής δέσμης πάνω σε φθορίζον στρώμα κάνει εμφανείς, σε εικόνες πάνω στο στρώμα αυτό, τις εφαρμοζόμενες ηλεκτρικές τάσεις
β) «καθοδικές ακτίνες» — δέσμη ηλεκτρονίων που εκπέμπονται από την κάθοδο, δηλ. το αρνητικό ηλεκτρόδιο, σε μια ηλεκτρική εκκένωση μέσα σε έναν σωλήνα με αέριο χαμηλής πίεσης ή από ένα θερμαινόμενο νήμα σε ορισμένες ηλεκτρονικές λυχνίες.