πρόσπτωση
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η / πρόσπτωσις, -ώσεως, ΝΑ προσπίπτω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι
2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτι
νεοελλ.
1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας σε μια δεδομένη επιφάνεια
2. φρ. α) «γωνία προσπτώσεως»
i) (αερον.) η γωνία που σχηματίζεται από τη χορδή μιας αεροτομής της πτέρυγας και του διαμήκους άξονα του αεροπλάνου
β) φυσ. η γωνία την οποία σχηματίζει η διεύθυνση που ακολουθεί ένα σώμα ή μια δέσμη ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας, η οποία πέφτει πάνω σε μια επιφάνεια με την κάθετο στο θεωρούμενο σημείο πρόσπτωσης
β) «σημείο προσπτώσεως» — η κορυφή της γωνίας προσπτώσεως
αρχ.
1. ιατρ. το σφίξιμο τών επιδέσμων
2. το να πέφτει κανείς στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικεσία.