καινοθηρία
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
η
1. η επιδίωξη νέων πραγμάτων, νέων ειδήσεων, η τάση για νεωτερισμό
2. η άκριτη περιφρόνηση της παράδοσης και γενικά του παρελθόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινοθηρώ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. του γαλλ. reportage «ανταπόκριση» και μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].