καινοθηρώ

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

καινοθήρας
1. κυνηγώ, επιδιώκω νέα πράγματα, νέες καταστάσεις
2. περιφρονώ την παράδοση και γενικά ό,τι αναφέρεται στο παρελθόν.