καινόσπουδος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόσπουδος Medium diacritics: καινόσπουδος Low diacritics: καινόσπουδος Capitals: ΚΑΙΝΟΣΠΟΥΔΟΣ
Transliteration A: kainóspoudos Transliteration B: kainospoudos Transliteration C: kainospoudos Beta Code: kaino/spoudos

English (LSJ)

καινόσπουδον, fond of novelty, τὸ περὶ τὰς νοήσεις κ. Longin.5.1.

German (Pape)

[Seite 1295] neuerungssüchtig, τὸ κ., die Neuerungssucht, Longin. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καινόσπουδος: -ον, σφόδρα ἀγαπῶν τὸν νεωτερισμόν, τὸ περὶ τὰς νοήσεις καιν. Λογγῖνος 5. 1.

Greek Monolingual

καινόσπουδος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με νέα πράγματα, που επιδιώκει νεωτερισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. ά-σπουδος, κενό-σπουδος].