κακκαβίς
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, collat. form of κακκάβη (B), Alcm.25.
German (Pape)
[Seite 1298] ίδος, ἡ, das Rebhuhn, vielleicht fem. zu κακκάβη, Alcm. bei Ath. IX, 389 s.
Greek (Liddell-Scott)
κακκᾰβίς: -ίδος, ἡ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κακκάβη (Β), Ἀλκμὰν 22.
Greek Monolingual
κακκαβίς, ἡ (Α)
η πέρδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κακκάβη (ΙΙ)].