κακομοιριά
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) κακόμοιρος
κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·.
νεοελλ.
έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως.