κακοτυχώ

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

(Α κακοτυχῶ, -έω) κακοτυχής
είμαι κακότυχος
νεοελλ.
πέφτω σε δυσχέρειες, δυστυχώ
αρχ.
αστρολ. (για αστέρες) κατέχω τη θέση που ονομάζεται κακή τύχη, βρίσκομαι στην περιοχή της κακής τύχης.