κακουργικός
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
κακουργική, κακουργικόν, malicious, ἀδικήματα Arist. Rh.1391a18.
German (Pape)
[Seite 1305] ή, όν, dem Bösewicht eigen, ἀδικήματα οὐ κακ., ἀλλὰ τὰ μὲν ὑβριστικά, τὰ δὲ ἀκρατευτικά Arist. rhet. 2, 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de malfaiteur.
Étymologie: κακοῦργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακουργικός -ή -όν [κακοῦργος] misdadig.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκουργικός: свойственный преступнику, злодейский (ἀδικήματα Arst.).
Greek Monotonic
κακουργικός: -ή, -όν, κακός, ολέθριος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
κακουργικός: -ή, -όν, κακός, ὀλέθριος, ἐκ κακίας προερχόμενος, ἀδικήματα Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 4.
Middle Liddell
κακουργικός, ή, όν
malicious, Arist. [from κᾰκοῦργος]