καλαναρχώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-έω καλανάρχος
1. κανοναρχώ, εκτελώ το έργο του κανονάρχη
2. φλυαρώ δυσάρεστα με διάθεση επιπλήξεως («τί μού καλαναρχάς κάθε μέρα;»).