δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-έω καλανάρχος1. κανοναρχώ, εκτελώ το έργο του κανονάρχη2. φλυαρώ δυσάρεστα με διάθεση επιπλήξεως («τί μού καλαναρχάς κάθε μέρα;»).